ηλιόλουτρο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自ήλιος (ílios, 太陽) +‎ λουτρό (loutró, 沐浴)

名詞[编辑]

ηλιόλουτρο (ilióloutrof (复数 ηλιόλουτρα)

  1. 日光浴
  2. (醫學) 日光療法

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]