εντολή

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:ἐντολή

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

繼承自古希臘語 ἐντολή (entolḗ)

名詞[编辑]

εντολή (entolíf (复数 εντολές)

  1. 命令
    近義詞: διαταγή (diatagí)
  2. (計算機) 指令

變格[编辑]