δραστικός
古希腊语[编辑]
词源[编辑]
来自δρᾶσῐς (drâsis, “功效”),自δράω (dráō, “我做”).
读音[编辑]
- (公元前5世紀,阿提卡) IPA(幫助):/draːs.ti.kós/
- (公元前1世紀,埃及) IPA(幫助):/dras.tiˈkos/
- (公元4世紀,通用希臘語) IPA(幫助):/ðras.tiˈkos/
- (公元10世紀,拜占庭) IPA(幫助):/ðras.tiˈkos/
- (公元15世紀,君士坦丁堡) IPA(幫助):/ðras.tiˈkos/
形容词[编辑]
δρᾱστῐκός (drāstikós) m (陰性 δρᾱστῐκή,中性 δρᾱστῐκόν); 第一類/第二類
希腊语[编辑]
形容词[编辑]
δραστικός (drastikós) m
变格[编辑]
δραστικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | δραστικός | δραστική | δραστικό | δραστικοί | δραστικές | δραστικά |
屬格 | δραστικού | δραστικής | δραστικού | δραστικών | δραστικών | δραστικών |
賓格 | δραστικό | δραστική | δραστικό | δραστικούς | δραστικές | δραστικά |
呼格 | δραστικέ | δραστική | δραστικό | δραστικοί | δραστικές | δραστικά |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο δραστικός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο δραστικός) |
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | δραστικότερος • | δραστικότερη • | δραστικότερο • | δραστικότεροι • | δραστικότερες • | δραστικότερα • |
屬格 | δραστικότερου • | δραστικότερης • | δραστικότερου • | δραστικότερων • | δραστικότερων • | δραστικότερων • |
賓格 | δραστικότερο • | δραστικότερη • | δραστικότερο • | δραστικότερους • | δραστικότερες • | δραστικότερα • |
呼格 | δραστικότερε • | δραστικότερη • | δραστικότερο • | δραστικότεροι • | δραστικότερες • | δραστικότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο δραστικότερος”) |