γρήγορος
外观
希臘語
[编辑]其他形式
[编辑]- γλήγορος (glígoros) (民間用詞)
詞源
[编辑]繼承自中古希臘語 γρήγορος,源自通用希臘語 ἐγρήγορος (“醒著的”)、γρηγορῶ (grēgorô),源自古希臘語 ἐγείρω (egeírō,“叫醒,喚醒”)的現在完成時。[1]
發音
[编辑]形容詞
[编辑]γρήγορος (grígoros) m (陰性 γρήγορη,中性 γρήγορο)
變格
[编辑] γρήγορος 的變格
| 數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
| 主格 | γρήγορος • | γρήγορη • | γρήγορο • | γρήγοροι • | γρήγορες • | γρήγορα • |
| 屬格 | γρήγορου • | γρήγορης • | γρήγορου • | γρήγορων • | γρήγορων • | γρήγορων • |
| 賓格 | γρήγορο • | γρήγορη • | γρήγορο • | γρήγορους • | γρήγορες • | γρήγορα • |
| 呼格 | γρήγορε • | γρήγορη • | γρήγορο • | γρήγοροι • | γρήγορες • | γρήγορα • |
| 衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο γρήγορος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο γρήγορος) | |||||
添加後綴的比較程度
| 比較級 | 单数 | 复数 | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | γρηγορότερος • | γρηγορότερη • | γρηγορότερο • | γρηγορότεροι • | γρηγορότερες • | γρηγορότερα • |
| 屬格 | γρηγορότερου • | γρηγορότερης • | γρηγορότερου • | γρηγορότερων • | γρηγορότερων • | γρηγορότερων • |
| 賓格 | γρηγορότερο • | γρηγορότερη • | γρηγορότερο • | γρηγορότερους • | γρηγορότερες • | γρηγορότερα • |
| 呼格 | γρηγορότερε • | γρηγορότερη • | γρηγορότερο • | γρηγορότεροι • | γρηγορότερες • | γρηγορότερα • |
| 衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο γρηγορότερος”) | |||||
| 絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | γρηγορότατος • | γρηγορότατη • | γρηγορότατο • | γρηγορότατοι • | γρηγορότατες • | γρηγορότατα • |
| 屬格 | γρηγορότατου • | γρηγορότατης • | γρηγορότατου • | γρηγορότατων • | γρηγορότατων • | γρηγορότατων • |
| 賓格 | γρηγορότατο • | γρηγορότατη • | γρηγορότατο • | γρηγορότατους • | γρηγορότατες • | γρηγορότατα • |
| 呼格 | γρηγορότατε • | γρηγορότατη • | γρηγορότατο • | γρηγορότατοι • | γρηγορότατες • | γρηγορότατα • |
反義詞
[编辑]- αργός (argós,“緩慢的”)
相關詞彙
[编辑]- γρήγορα (grígora,“快速地”)
- γρηγοράδα f (grigoráda,“快速,迅速”)
- Γρηγόρης m (Grigóris,“格里高利”)
Γρηγόριος (Grigórios) (正式) - γρηγοριανός (grigorianós,“格里高利的”)
γρηγοριανό ημερολόγιο n (grigorianó imerológio,“格里高利曆”) - γρηγορώ (grigoró,“匆忙”)
參考資料
[编辑]- ↑ γρήγορος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.