βόδι
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]- βόιδι n (vóidi)
詞源
[编辑]源自中古希臘語 βόδιν (bódin),源自通用希臘語 βοΐδιον (boḯdion),古希臘語 βοῦς (boûs)的指小詞。
名詞
[编辑]βόδι (vódi) n (复数 βόδια)
變格
[编辑]同類詞彙
[编辑]- 參見:αγελάδα f (ageláda, “母牛”)
相關詞彙
[编辑]拓展閱讀
[编辑]- βόδι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.