βουτυρωμένος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

βουτυρώνομαι (voutyrónomai) 的完成分詞βουτυρώνω (voutyróno, 塗黃油)的被動態。

發音[编辑]

分詞[编辑]

βουτυρωμένος (voutyroménosm (陰性 βουτυρωμένη, 中性 βουτυρωμένο)

  1. 塗有黃油
    το βουτυρωμένο ψωμίto voutyroméno psomí塗有黃油的麵包

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]