ανεμόσκαλα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

άνεμος (ánemos, ) +‎ σκάλα (skála, )

名詞[编辑]

ανεμόσκαλα (anemóskalaf (复数 ανεμόσκαλες)

  1. 繩梯
  2. (航海) 船上的升降扶梯

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]