ανήμερα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

其他寫法[编辑]

副詞[编辑]

ανήμερα (anímera)

  1. 當日,在同一天,在某一天
    Ανήμερα το Πάσχα ψήνεται το αρνί στη σούβλα.
    Anímera to Páscha psínetai to arní sti soúvla.
    復活節那天,羊肉在烤肉叉上烤。

相關詞彙[编辑]