αθανασία

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἀθανασία (athanasía)

名詞[编辑]

αθανασία (athanasíaf (不可数)

  1. 不朽

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]