αερόλιθος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

αερόλιθος (aerólithosm (复数 αερόλιθοι)

  1. (天文學) 隕石

變格[编辑]

近義詞[编辑]

拓展閱讀[编辑]