άνθρακας
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]- άνθραξ (ánthrax)
詞源
[编辑]源自古希臘語 ἄνθραξ (ánthrax, “木炭”)。
名詞
[编辑]άνθρακας (ánthrakas) m (复数 άνθρακες)
變格
[编辑]άνθρακας的變格
派生詞
[编辑]- ανθρακαέριο n (anthrakaério, “煤氣”)
- ανθρακαποθήκη f (anthrakapothíki, “煤倉”)
- ανθρακέμπορος m (anthrakémporos, “煤炭商”)
- ανθρακεργάτης m (anthrakergátis, “煤礦工人”)
- ανθράκευση f (anthrákefsi, “燒煤,裝煤”)
- ανθρακεύω (anthrakévo, “燒煤,裝煤”)
- ανθρακιά f (anthrakiá, “熱煤,煤火”)
- ανθρακικό οξύ n (anthrakikó oxý, “碳酸,二氧化碳”)
- ανθρακικό n (anthrakikó, “碳酸,二氧化碳”)
- ανθρακικός (anthrakikós, “含碳的”)
- ανθρακίτης m (anthrakítis, “無煙煤”)
- ανθρακοποίηση f (anthrakopoíisi, “碳化”)
- ανθρακοπωλείο n (anthrakopoleío, “煤店”)
- ανθρακοπώλης m (anthrakopólis, “煤炭商”)
- ανθρακόσκονη f (anthrakóskoni, “煤粉”)
- ανθρακούχος (anthrakoúchos, “含碳的,碳化的”)
- ανθρακοφόρος (anthrakofóros, “產煤的,運煤的”)
- ανθρακωρυχείο n (anthrakorycheío, “煤礦”)
- ανθρακωρύχος m (anthrakorýchos, “煤礦工人”)
- ανθράκωση f (anthrákosi, “碳化”)
- διοξείδιο του άνθρακα n (dioxeídio tou ánthraka, “二氧化碳”)