Ιταλός

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:Ἰταλός

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 Ἰταλός (Italós)

名詞[编辑]

Ιταλός (Italósm (复数 Ιταλοί, 阴性 Ιταλίδα)

  1. 意大利/義大利(多指男性)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

  • 參見:Ιταλία f (Italía, 意大利/義大利)